- διασχισμός
- διασχισμός, ο (Α)1. διάσχιση*2. διχόνοια, φιλονικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασχισμόν — διασχισμός dissension masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχισμῶι — διασχισμῷ , διασχισμός dissension masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)